 
  
 I. consacré (consacrée) [kɔ̃sakʀe] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
consacré → consacrer
II. consacré (consacrée) [kɔ̃sakʀe] ΕΠΊΘ
I. consacrer [kɔ̃sakʀe] ΡΉΜΑ μεταβ
1. consacrer (accorder):
2. consacrer (sanctionner):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
 
  
 