Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
sole beneficiary ΟΥΣ ΝΟΜ
beneficiary [βρετ bɛnɪˈfɪʃ(ə)ri, αμερικ ˌbɛnəˈfɪʃiˌɛri] ΟΥΣ
1. beneficiary ΝΟΜ:
-
- bénéficiaire αρσ θηλ
2. beneficiary (recipient):
-
- bénéficiaire αρσ θηλ
3. beneficiary ΘΡΗΣΚ:
I. sole [βρετ səʊl, αμερικ soʊl] ΟΥΣ
II. sole [βρετ səʊl, αμερικ soʊl] ΕΠΊΘ
1. sole (single):
III. sole [βρετ səʊl, αμερικ soʊl] ΡΉΜΑ μεταβ
sole shoe:
IV. -soled ΣΎΝΘ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- solder on
- soldier
- soldier ant
- soldier boy
- soldiering
- sole beneficiary
- solecism
- solely
- solemn
- solemnity
- solemnization