Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
counsellor, counselor αμερικ [βρετ ˈkaʊns(ə)lə, αμερικ ˈkaʊns(ə)lər] ΟΥΣ
1. counsellor (adviser):
2. counsellor αμερικ ΣΧΟΛ:
3. counsellor αμερικ ΝΟΜ:
- counsellor, a. counsellor-at-law
-
4. counsellor αμερικ (in holiday camp):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- private view
- privation
- privatization
- privatize
- privet
- privy counsellor
- privy purse
- prize
- prize day
- prize draw
- prizefight