Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. offshore [βρετ ˈɒfʃɔː, ɒfˈʃɔː, αμερικ ˌɔfˈʃɔr, ˌɑfˈʃɔr] ΕΠΊΘ
II. offshore [βρετ ˈɒfʃɔː, ɒfˈʃɔː, αμερικ ˌɔfˈʃɔr, ˌɑfˈʃɔr] ΕΠΊΡΡ
III. offshore [βρετ ˈɒfʃɔː, ɒfˈʃɔː, αμερικ ˌɔfˈʃɔr, ˌɑfˈʃɔr] ΡΉΜΑ μεταβ αμερικ
offshore services, manufacturing:
- offshore
-
στο λεξικό PONS
I. offshore ΕΠΊΘ
3. offshore (related to oil extracting):
- offshore drilling, company
- offshore αμετάβλ
4. offshore ΕΜΠΌΡ, ΠΟΛΙΤ (abroad):
- offshore
-
I. offshore ΕΠΊΘ
3. offshore (related to oil extracting):
- offshore drilling, company
- offshore αμετάβλ
4. offshore ΕΜΠΌΡ, ΠΟΛΙΤ (abroad):
- offshore
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.