Oxford Spanish Dictionary
I. offshore [αμερικ ˌɔfˈʃɔr, ˌɑfˈʃɔr, βρετ ˈɒfʃɔː, ɒfˈʃɔː] ΕΠΊΘ
2. offshore:
στο λεξικό PONS
I. offshore [ˌɒfˈʃɔ:ʳ, αμερικ ˌɑ:fˈʃɔ:r] ΕΠΊΘ
offshore ΕΠΊΘ
- offshore (bank account, investment, transaction)
-
I. offshore [ˌɔf·ˈʃɔr] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.