Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
indefinite [βρετ ɪnˈdɛfɪnət, αμερικ ˌɪnˈdɛf(ə)nət] ΕΠΊΘ
1. indefinite (vague):
- indefinite idea, plan, intention, emotion, answer
-
- indefinite duties, responsibilities
-
2. indefinite (without limits):
3. indefinite ΓΛΩΣΣ:
I. article [βρετ ˈɑːtɪk(ə)l, αμερικ ˈɑrdək(ə)l] ΟΥΣ
2. article ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ:
3. article (clause):
4. article ΓΛΩΣΣ:
στο λεξικό PONS
indefinite article ΟΥΣ
indefinite article ΟΥΣ
indefinite [ɪn·ˈdef·ə·nət] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- indecorously
- indecorum
- indeed
- indefatigable
- indefatigably
- indefinite article
- indefinitely
- indelible
- indelibly
- indelicacy
- indelicate