Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
indefatigable [βρετ ˌɪndɪˈfatɪɡəb(ə)l, αμερικ ˌɪndəˈfædəɡəb(ə)l] ΕΠΊΘ
indefatigable campaigner, worker, director:
- indefatigable
-
- she's indefatigable!
-
- increvable personne
- tireless, indefatigable
στο λεξικό PONS
indefatigable [ˌɪndɪˈfætɪgəbl, αμερικ -ˈfæt̬-] ΕΠΊΘ τυπικ
- indefatigable
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.