Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
criminally [βρετ ˈkrɪmɪnəli, αμερικ ˈkrɪmən(ə)li] ΕΠΊΡΡ (gen) ΝΟΜ
insane [βρετ ɪnˈseɪn, αμερικ ɪnˈseɪn] ΕΠΊΘ
1. insane (gen):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.