Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
acquittal [βρετ əˈkwɪt(ə)l, αμερικ əˈkwɪd(ə)l] ΟΥΣ ΝΟΜ
- acquittal
- acquittement αρσ
στο λεξικό PONS
acquittal [əˈkwɪtl, αμερικ -ˈkwɪt̬-] ΟΥΣ ΝΟΜ
- acquittal no πλ
- acquittement αρσ
- acquittement d'un accusé
- acquittal
acquittal [ə·ˈkwɪt̬· ə l] ΟΥΣ ΝΟΜ
- acquittal
- acquittement αρσ
- acquittement d'un accusé
- acquittal
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.