lavora στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia

Μεταφράσεις για lavora στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

II.lavorare [lavoˈrare] ΡΉΜΑ αμετάβ βοηθ ρήμα avere

1. lavorare (usare le proprie energie):

2. lavorare (esercitare un mestiere):

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

Μεταφράσεις για lavora στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
redattore αρσ che lavora di notte / redattrice θηλ che lavora di notte
donna θηλ che lavora
ragazza θηλ che lavora
lavora di notte
personale αρσ che lavora allo sportello
(che lavora) in perdita
= operaio che lavora la torba
che non lavora

lavora στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για lavora στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

I.lavorare [la·vo·ˈra:·re] ΡΉΜΑ μεταβ (ferro, pasta, terreno)

II.lavorare [la·vo·ˈra:·re] ΡΉΜΑ αμετάβ

III.lavorare [la·vo·ˈra:·re] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

Μεταφράσεις για lavora στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
operaio(-a) αρσ (θηλ) che lavora ai tetti

lavora Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to be off at 5:00 p.m.
operaio(-a) αρσ (θηλ) che lavora ai tetti

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski