d'uomo στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia

Μεταφράσεις για d'uomo στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

uomo <πλ uomini> [ˈwɔmo, ˈwɔmini] ΟΥΣ αρσ Quando uomo / uomini viene usato a indicare gli esseri umani in generale, l'inglese preferisce usare human(s) o human being(s) invece di man / men.

2. uomo (essere umano):

[attrib.] a passo d'uomo

3. uomo (adulto di sesso maschile):

girlie οικ
non è il tipo d'uomo da fare

ιδιωτισμοί:

ora/uomo <πλ ore/uomo> [oraˈwɔmo, oreˈwɔmo] ΟΥΣ θηλ

giorno/uomo <πλ giorni/uomo> [dʒornoˈwɔmo, dʒorniˈwɔmo] ΟΥΣ αρσ

Μεταφράσεις για d'uomo στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
passo αρσ d'uomo
a passo d'uomo
un pezzo d'uomo
passo αρσ d'uomo
hunk οικ
pezzo αρσ d'uomo
ad altezza d'uomo
pasta θηλ d'uomo

d'uomo στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για d'uomo στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

buonuomo, buon uomo [buo·ˈnuɔ:·mo] <buon(u)omini> ΟΥΣ αρσ (uomo buono)

Μεταφράσεις για d'uomo στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
ora-uomo θηλ
uomo αρσ rana
uomo αρσ bianco
uomo αρσ sandwich
uomo αρσ d'affari

d'uomo Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

a passo d'uomo
a misura d'uomo

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski