Ελληνικά » Γερμανικά

ορός [ɔˈrɔs] SUBST αρσ ΙΑΤΡ

ορός
Serum ουδ
ορός αίματος
Blutserum ουδ

όρος2 [ˈɔrɔs] SUBST αρσ

3. όρος (ονομασία έννοιας):

Terminus αρσ
Begriff αρσ
Fachbegriff αρσ
Hauptbegriff αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский