Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έγγραφο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έγγραφο [ˈɛŋɣrafɔ] SUBST ουδ

1. έγγραφο (γενικά):

έγγραφο
Schriftstück ουδ
έγγραφο
Dokument ουδ

2. έγγραφο (κάθε είδους συμβολαίου, επίσημο πιστοποιητικό):

έγγραφο
Urkunde θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με έγγραφο

έγγραφο ουδ εκχώρησης
έγγραφο ουδ νομιμοποίησης
έγγραφο ουδ ανάκλησης
έγγραφο ουδ πληρεξουσιότητας
έγγραφο ουδ σύμβασης
έγγραφο ουδ επικύρωσης
ιδρυτικό έγγραφο
Beleg αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский