Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εκπλήρωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εκπλήρωσ|η <-εις> [ɛkˈplirɔsi] SUBST θηλ

εκπλήρωση
Erfüllung θηλ
εκπλήρωση καθήκοντος
η εκπλήρωση μιας υποχρέωσης
εκπλήρωση των όρων συμβολαίου

Παραδειγματικές φράσεις με εκπλήρωση

εκπλήρωση θηλ καθήκοντος
εκπλήρωση καθήκοντος
εκπλήρωση θηλ των όρων συμβολαίου
η εκπλήρωση μιας υποχρέωσης
αγωγή θηλ αποζημίωσης για μη εκπλήρωση ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский