Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατεβαίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατεβ|αίνω <-ηκα> [katɛˈvɛnɔ] VERB αμετάβ

1. κατεβαίνω (πηγαίνω κάτω):

κατεβαίνω
κατεβαίνω τρέχοντας
κατεβαίνω τη σκάλα

3. κατεβαίνω (από αυτοκίνητο, λεωφορείο):

κατεβαίνω

4. κατεβαίνω (από δίκυκλο, άλογο):

κατεβαίνω

Παραδειγματικές φράσεις με κατεβαίνω

κατεβαίνω τρέχοντας
κατεβαίνω ολοταχώς τη σκάλα
κατεβαίνω σε απεργία
κατεβαίνω τη σκάλα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский