Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατάψυξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατάψυξ|η <-εις> [kaˈtapsiksi] SUBST θηλ

1. κατάψυξη (μέθοδος):

κατάψυξη
Tiefkühlung ουδ
Gefrierfach ουδ

2. κατάψυξη (καταψύκτης):

κατάψυξη

Παραδειγματικές φράσεις με κατάψυξη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский