Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „hinauflaufen“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

hinauf|laufen

hinauflaufen irr VERB αμετάβ +sein:

hinauflaufen

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γερμανικά
Da um 1880 noch keine Rohrrücklaufbremsen zur Verfügung standen, wurden zur Abbremsung des Rücklaufes nach dem Schuss sogenannte Auflaufkeile verwendet, auf die die Lafette mit ihren Rädern hinauflief.
de.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "hinauflaufen" σε άλλες γλώσσες

"hinauflaufen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский