Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „Σάββατο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

Σάββατο [ˈsavatɔ] SUBST ουδ

Σάββατο
Samstag αρσ
Σάββατο
Sonnabend αρσ
πότε; - το Σάββατο
κάθε Σάββατο πηγαίνω
Μεγάλο Σάββατο
Karsamstag αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский