Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σκάλα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σκάλα [ˈskala] SUBST θηλ

2. σκάλα (φορητή ή που μοιάζει με φορητή):

σκάλα
Leiter θηλ
ανεβαίνω τη σκάλα
Ausziehleiter θηλ
Klappleiter θηλ
σχοινένια σκάλα
Strickleiter θηλ
τροχήλατη σκάλα
Rollenleiter θηλ

3. σκάλα ΜΟΥΣ:

σκάλα
Tonleiter θηλ

4. σκάλα ΝΑΥΣ:

σκάλα
Anlegestelle θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский