Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κ.

1. κ. Abk von κύριος

κ.
Herr αρσ

2. κ. Abk von κυρία

κ.
Frau θηλ

Βλέπε και: κύριος , κυρία

I . κύρι|ος <-α, -ο> [ˈciriɔs] ΕΠΊΘ (σημαντικότερος)

κυρία [ciˈria] SUBST θηλ

2. κυρία (πριν από όνομα):

Frau X

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский