Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „δύσκολος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δύσκολ|ος <-η, -ο> [ˈðiskɔlɔs] ΕΠΊΘ

2. δύσκολος (άνθρωπος):

δύσκολος
είναι λίγο δύσκολος

Παραδειγματικές φράσεις με δύσκολος

είναι λίγο δύσκολος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский