Ελληνικά » Γερμανικά

I . διατηρ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ðiatiˈrɔ] VERB μεταβ

1. διατηρώ (κρατώ):

διατηρώ
διατηρώ κάτι ζωντανό
διατηρώ επαφή με κάποιον

2. διατηρώ (ψυχραιμία, υπομονή):

διατηρώ
διατηρώ την ανωνυμία μου

3. διατηρώ (συντηρώ: υγεία κτλ):

διατηρώ

4. διατηρώ (οικογένεια, μαγαζί, σχέσεις):

διατηρώ

5. διατηρώ (τρόφιμα: αποθηκεύω κάπου):

διατηρώ

II . διατηρούμαι VERB αυτοπ ρήμα

1. διατηρούμαι (τρόφιμα: μένω φρέσκος):

2. διατηρούμαι (τρόφιμα: επιδέχομαι αποθήκευση):

3. διατηρούμαι (άνθρωπος: από υγεία):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский