Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φόρμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φόρμα [ˈfɔrma] SUBST θηλ

1. φόρμα (μορφή):

φόρμα
Form θηλ
σε φόρμα ενός
in Form eines
είμαι στη φόρμα μου

2. φόρμα (αθλητική):

φόρμα

3. φόρμα (μονοκόμματη φορεσιά):

φόρμα
Overall αρσ

4. φόρμα (για φούρνο):

φόρμα
Backform θηλ
φόρμα για κέικ
Kuchenform θηλ
Muffinform θηλ

5. φόρμα (για συμπλήρωμα):

φόρμα
Formular ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με φόρμα

σε φόρμα ενός
φόρμα για κέικ
Kuchenform θηλ
Muffinform θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский