Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ζωντανό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ζωντανό [zɔndaˈnɔ] SUBST ουδ

1. ζωντανό (υποζύγιο):

ζωντανό
Lasttier ουδ

2. ζωντανό (κατοικίδιο):

ζωντανό
Haustier ουδ

3. ζωντανό μειωτ (ανόητος):

ζωντανό
Esel αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με ζωντανό

ζωντανό απολίθωμα
ζωντανό εμβόλιο
ήταν ακόμα ζωντανό
διατηρώ κάτι ζωντανό

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский