Ελληνικά » Γερμανικά

I . αργ|ώ <-είς, -ησα> [arˈɣɔ] VERB μεταβ (καθυστερώ κάποιον)

II . αργ|ώ <-είς, -ησα> [arˈɣɔ] VERB αμετάβ

1. αργώ (φτάνω αργά):

αργώ

3. αργώ (διαρκώ):

αργώ

4. αργώ (για κατάστημα: δε δουλεύω):

αργώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский