Γερμανικά » Ελληνικά

Brauch <-(e)s, Bräuche> [braʊx, pl: ˈbrɔɪçə] SUBST αρσ

I . brauchen [ˈbraʊxən] VERB μεταβ

3. brauchen (verbrauchen):

Παραδειγματικές φράσεις με brauche

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский