Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αρδεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αρδ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -εμένος> [arˈðɛvɔ] VERB μεταβ

αρδεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский