Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αρειμανίως“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αρειμανίως [arimaˈniɔs] ΕΠΊΡΡ

αρειμανίως
καπνίζω αρειμανίως

Παραδειγματικές φράσεις με αρειμανίως

καπνίζω αρειμανίως
καπνίζει αρειμανίως

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский