Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: αστείο , στέγη , αστείος και άστεγος

στέγη [ˈstɛji] SUBST θηλ

1. στέγη (σκεπή):

Dach ουδ

2. στέγη (κατοικία, καταφύγιο):

Obdach ουδ

αστείο [asˈtiɔ] SUBST ουδ

2. αστείο (ανέκδοτο):

Witz αρσ

I . άστεγ|ος <-η, -ο> [ˈastɛɣɔs] ΕΠΊΘ

II . άστεγ|ος <-η, -ο> [ˈastɛɣɔs] SUBST αρσ/θηλ

αστεί|ος <-α, -ο> [asˈtiɔs] ΕΠΊΘ

1. αστείος (κωμικός):

2. αστείος (γελοίος):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский