Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στέγη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στέγη [ˈstɛji] SUBST θηλ

1. στέγη (σκεπή):

στέγη
Dach ουδ

2. στέγη (κατοικία, καταφύγιο):

στέγη
Obdach ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με στέγη

δικλινής στέγη
Satteldach ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский