Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στέγαση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στέγασ|η <-εις> [ˈstɛɣasi] SUBST θηλ

1. στέγαση (κτιρίου):

στέγαση
Bedachung θηλ

2. στέγαση (προσφορά στέγης):

στέγαση
Unterbringung θηλ
στέγαση θηλ
Beherbergung θηλ τυπικ

Παραδειγματικές φράσεις με στέγαση

σίτιση και στέγαση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский