Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στεγαστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στεγαστικ|ός <-ή, -ό> [stɛɣastiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. στεγαστικός (σχετικός με την οικοδόμηση):

στεγαστικός
Wohnungsbau-

2. στεγαστικός (σχετικός με τη στέγαση):

στεγαστικός
Wohnungs-
Wohnungsnot θηλ

3. στεγαστικός ΧΡΗΜΑΤΟΠ:

στεγαστικός
Bauspar-
Bausparkasse θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский