Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στεγνώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στεγνώ|νω <-σα, -μένος> [stɛˈɣnɔnɔ] VERB μεταβ/αμετάβ

στεγνώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский