Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „στειλιάρι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

στειλιάρι [stiˈʎari] SUBST ουδ

1. στειλιάρι (μακρύ ξύλο: σκούπας κτλ):

στειλιάρι
Stiel αρσ

2. στειλιάρι (λαβή):

στειλιάρι
Griff αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский