Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άστεγος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . άστεγ|ος <-η, -ο> [ˈastɛɣɔs] ΕΠΊΘ

άστεγος

II . άστεγ|ος <-η, -ο> [ˈastɛɣɔs] SUBST αρσ/θηλ

άστεγος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский