Titel <-s, -> [ˈtiːtəl] SUBST αρσ
1. Titel ΑΘΛ (Rang):
-
τίτλος αρσ
4. Titel:
-
χρεόγραφο ουδ
-
τίτλος αρσ
-
vollstreckbarer Titel ΝΟΜ
-
einen (vollstreckbaren) Titel erwirken ΝΟΜ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.