Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατουρώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κατουρ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [katuˈrɔ] VERB αμετάβ

1. κατουρώ:

κατουρώ

2. κατουρώ (σε οικεία έκφραση):

κατουρώ

II . κατουρ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [katuˈrɔ] VERB μεταβ

Παραδειγματικές φράσεις με κατουρώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский