Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατοχυρώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατοχυρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [katɔçiˈrɔnɔ] VERB μεταβ

1. κατοχυρώνω (ισχυροποιώ):

κατοχυρώνω

2. κατοχυρώνω (ασφαλίζω):

κατοχυρώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский