Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατρακυλώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατρακυλ|ώ <-άς, -ησα> [katraciˈlɔ] VERB μεταβ/αμετάβ

κατρακυλώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский