Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατούρημα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατούρημα [kaˈturima] SUBST ουδ οικ

κατούρημα
Pinkeln ουδ
πάω για κατούρημα
τον έπιασε κατούρημα

Παραδειγματικές φράσεις με κατούρημα

τον έπιασε κατούρημα
πάω για κατούρημα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский