Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατόρθωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατόρθωμα [kaˈtɔrθɔma] SUBST ουδ

1. κατόρθωμα (άθλος):

κατόρθωμα
Heldentat θηλ

2. κατόρθωμα (γενικότερα):

κατόρθωμα
Leistung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский