Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πινέλο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πινέλο [piˈnɛlɔ] SUBST ουδ

πινέλο
Pinsel αρσ
πινέλο πλακέ
Flachpinsel αρσ
Kuchenpinsel αρσ
Fächerpinsel αρσ
πινέλο ξυρίσματος
Rasierpinsel αρσ
πινέλο πούδρας
Puderpinsel αρσ
πινέλο χειλιών
Lippenpinsel αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με πινέλο

πινέλο ουδ ξυρίσματος
πινέλο πλακέ
πινέλο πούδρας
πινέλο χειλιών

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский