Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „pieseln“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

I . pieseln [ˈpiːzəln] VERB απρόσ ρήμα οικ (nieseln)

II . pieseln [ˈpiːzəln] VERB αμετάβ οικ (urinieren)

pieseln

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"pieseln" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский