Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „pieseln“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

pieseln [ˈpiːzəln] ΡΉΜΑ αμετάβ οικ

1. pieseln (nieseln):

pieseln

2. pieseln (urinieren):

pieseln
pisser οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"pieseln" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina