Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χρεόγραφο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χρεόγραφο [xrɛˈɔɣrafɔ] SUBST ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με χρεόγραφο

βραχυπρόθεσμο χρεόγραφο
τραπεζικό χρεόγραφο
Bankpapier ουδ
εμπορεύσιμο χρεόγραφο
ανώνυμο χρεόγραφο
χρεόγραφο σταθερού τόκου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский