Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αλείφω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αλεί|φω [aˈlifɔ], αλεί|βω [aˈlivɔ] <-ψα, -φτηκα, -μμένος> VERB μεταβ

1. αλείφω (ζυμάρι, ψητό):

αλείφω

2. αλείφω (μηχανή):

αλείφω

3. αλείφω (λερώνοντας κάτι):

αλείφω

4. αλείφω μτφ (δωροδοκώ):

αλείφω

Παραδειγματικές φράσεις με αλείφω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский