Ελληνικά » Γερμανικά

ακαδημαϊκ|ός <-ή, -ό> [akaðimaiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ακαδημαϊκός

ακαδημαϊκός (ακαδημαϊκή) [akaðimaiˈkɔs, akaðimaiˈci] SUBST αρσ/θηλ (θηλ) (μέλος της Ακαδημίας)

ακαδημαϊκός (ακαδημαϊκή)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский