Ελληνικά » Γερμανικά

ακαθάριστ|ος <-η, -ο> [akaˈθaristɔs] ΕΠΊΘ

1. ακαθάριστος (λερωμένος):

ακαθάριστος

2. ακαθάριστος (αξεφλούδιστος):

ακαθάριστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский