Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: musste , basta , mustern , musterhaft και Muster

mustern [ˈmʊstɐn] VERB μεταβ

2. mustern ΣΤΡΑΤ:

3. mustern συνήθ μόρ πρκ (mit Muster):

Muster <-s, -> [ˈmʊstɐ] SUBST ουδ

1. Muster (Vorlage, Verzierung):

σχέδιο ουδ

2. Muster (Probestück):

δείγμα ουδ

musterhaft ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский