Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κορφή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κορφή

κορφή s. κορυφή

Βλέπε και: κορυφή

κορυφή [kɔriˈfi] SUBST θηλ

1. κορυφή (βουνού, δόξας):

Gipfel αρσ

2. κορυφή (κύματος νερού):

Wellenkamm αρσ

4. κορυφή μτφ (άνθρωπος ικανότατος):

Koryphäe θηλ

5. κορυφή (ιεραρχικής οργάνωσης):

Spitze θηλ
σύνοδος θηλ κορυφής ΠΟΛΙΤ
Gipfeltreffen ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με κορφή

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский